ἑλώδη

ἑλώδη
ἑλώδης
marshy
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἑλώδης
marshy
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἑλώδης
marshy
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Λευκορωσία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΑ και Α με τη Ρωσία, Ν με την Ουκρανία, Δ με την Πολωνία και ΒΔ με τη Λιθουανία και τη Λετονία.Η Λ., Mπελαρούς στη γλώσσα των κατοίκων της, είναι μια εύφορη, σχεδόν επίπεδη χώρα, λίγο μικρότερη… …   Dictionary of Greek

  • Νείλος — I (αραβ. Nahr an Nil· el Bahr που σημαίνει θάλασσα και κατ’ επέκταση μεγάλος ποταμός). Ποταμός (6.671 χλμ.) της ανατολικής Αφρικής. Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός του κόσμου σε μήκος και ένας από τους πρώτους σε έκταση λεκάνης (2.867.000 τ. χλμ.). Ο …   Dictionary of Greek

  • озеро — диал. озер, тамб. (Даль), укр. озеро, др. русск. озеро, ст. слав. ѥзеро, ѥзеръ м. λίμνη, болг. езеро, сербохорв. jе̏зеро, словен. jеzе̑rо, jе̑zеrо, jе̑zеr м., jezera ж., чеш. jеzеrо, слвц. jаzеrо, польск. jezioro, в. луж. jezor, н. луж. jazor.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ARDEA — I. ARDEA Ulyssis et Circes fil. Steph. in Α᾿ντεῖα. Item Persiae urbs Ptolemaeo et Amm. Marcellion. II. ARDEA amnis Galliae in Normannia provine. In Oceanum Britannicum se exonerat, prope Abrincas. Aliis Arduus. III. ARDEA urbs in Lation, a Danae …   Hofmann J. Lexicon universale

  • INDICA Gallina — hodie dicitur, non quod ex India primum id genus invectum, sed quia, quidquid ad nos transmarinum adfertur, Indicum vulgus appellare solet. In Boeotia enim et Graecia passim nascuntur, eaedem cum iis, quae meleagrides Vett. appellatae sunt.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SYRACUSAE — I. SYRACUSAE locus in edito singularis Augusti, quem Τεχνόφυον Graece vocare solitus est. Casaub. ad Capitolin. in Pertinace, c. 11. II. SYRACUSAE ques SYRACUSSAE Theocrito, prius Ortygia, urbs Siciliae amplissima, in ora ad ortum, inter Catinam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αχέρων — Ονομασία τριών ποταμών. 1. Ποταμός της Ηπείρου (κοινώς, Μαυροπόταμος ή Φαναριώτικος), ο οποίος περιβάλλεται από πλούσια μυθική παράδοση σχετική με τους νεκρούς και τον Άδη. Πηγάζει από τα όρη του Σουλίου και εκβάλλει στο Ιόνιο, στον κόλπο του… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • έλειος — α, ο (ΑΜ ἕλειος, ον και ἕλειος, α, ον) 1. (για φυτά) αυτός που φύεται σε έλη («έλεια φυτά», «ἕλειος δόναξ») 2. εκείνος που κατοικεί σε έλη («ἕλεια πτηνά», «τῶν Αἰγυπτίων οἱ Ἕλειοι») αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έλος ή έχει σχέση με αυτό …   Dictionary of Greek

  • αγριόχηνα — Στεγανόποδο, χηνόμορφο πτηνό της οικογένειας των ανατιδών ή νησσιδών. Έχει σώμα βαρύ, ράμφος κοντό και χοντρό στη βάση και πόδια μακρύτερα από της αγριόπαπιας. Τo χρώμα της είναι καφετί γκρίζο έως λευκό. Αλλάζει τα φτερά της δύο φορές τον χρόνο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”